μετεκέχειρον

μετεκέχειρον
μετεκέχειρον και μετεκέχηρον, τὸ (Α)
ο χρόνος που μεσολαβεί μεταξύ δύο Ολυμπιακών εκεχειριών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)-* + ἐκεχειρία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”